ιξοβόλος

ιξοβόλος
ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο-βόλος, ιο-βόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰξοβόλους — ἰξοβόλος setting limed twigs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιξοβολώ — ἰξοβολῶ, έω (Α) [ιξοβόλος] 1. πιάνω μικρά πουλιά με ιξόβεργα 2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω …   Dictionary of Greek

  • ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”